- κανονίζονται
- κανονίζωmeasurepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυτέλεια — η, ΝΑ [πολυτελής] 1. το να ζει κανείς ξοδεύοντας πολλά χρήματα, πολυδάπανα («τὴν εὐδαιμονίαν οἰομένῳ τρυφὴν καὶ πολυτέλειαν εἶναι», Ξεν.) 2. ο πλούτος τής εμφάνισης, η μεγαλοπρέπεια, το λούσο νεοελλ. 1. (οικον.) η χρήση αντικειμένων και η δαπάνη… … Dictionary of Greek
ρυθμιστής — ο / ῥυθμιστής, ΝΜΑ [ῥυθμίζω] αυτός που ρυθμίζει, που διακανονίζει, που διευθετεί κάτι (α. «τών πάντων / γνώστης, εσύ ρυθμιστής», Παλαμ. β. «ὦ δικαστηρίων τηλικοῡτον ῥυθμιστήν», Θεοδώρ.) νεοελλ. 1. αυτός που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην… … Dictionary of Greek